ρήμαγμα

ρήμαγμα
το опустошение; разорение; разрушение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρήμαγμα" в других словарях:

  • ρήμαγμα — ρήμαγμα, το και ρήμασμα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρημάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρήμαγμα — και ρήμασμα, το, Ν [ρημάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρημάζω, καταστροφή, ερήμωση …   Dictionary of Greek

  • ερήμωση — η (AM ἐρήμωσις) [ερημώνω] 1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση 2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου νεοελλ. (για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση …   Dictionary of Greek

  • ερείπωση — η (Μ ἐρείπωσις) [ερειπώνω] 1. η λεηλάτηση, η ερήμωση, το ρήμαγμα, η καταστροφή κατοικημένου τόπου 2. το γκρέμισμα, η καταστροφή οικοδομήματος ή πόλης …   Dictionary of Greek

  • κατερείπωση — η (Α κατερείπωσις) [κατερειπώ] 1. πλήρης ερείπωση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα 2. μτφ. καταστροφή, ρήμαγμα …   Dictionary of Greek

  • ρήμασμα — το, Ν βλ. ρήμαγμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»